δενδρίζω

δενδρίζω
δενδρ-ίζω,
A to be like a tree,

δενδρίζον κουράλιον Dsc.5.122

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δενδρίζω — βλ. δεντρίζω …   Dictionary of Greek

  • δενδρίζον — δενδρίζω to be like a tree pres part act masc voc sg δενδρίζω to be like a tree pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… …   Dictionary of Greek

  • δεντρίζω — (Α δενδρίζω) [δένδρον] μοιάζω με δένδρο νεοελλ. (για τόπο) γεμίζω δένδρα, δασώνομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”